- ισοεπής
- ἰσοεπής, -ές (Α)ίσος κατά την ομιλία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ισ(ο)-* + -επής (< ἔπος), πρβλ. δεινο-επής, ψευδο-επής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… … Dictionary of Greek